- ζεστός
- -ή, -ό (AM ζεστός, -ή, -όν, Μ και ζευστός, -ή, -όν)1. ο θερμός, αυτός που έχει υψηλή θερμοκρασία (α. «ζεστῶν ὑδάτων ἐκβολαί» — θερμές πηγές, Στράβ.β. «το ψωμί είναι ζεστό»)2. ο έντονος, ο ζωηρός («ζεστά και φλογερά..., πρέπει να πεταχτούν τα λόγια», Ψυχάρ.)νεοελλ.1. αυτός που έχει την ιδιότητα να κρατάει κάτι ζεστό («ζεστά ρούχα»)2. (για ασθενή) αυτός που έχει πυρετό («το παιδί είναι ζεστό»)αρχ.ο βραστός («κρέα ζεστὰ καὶ ὀπτά» — κρέατα βραστά και ψητά, Αππ.).επίρρ...ζεστά (Μ ζεστά)με θαλπωρή, θερμάνεοελλ.με ζέση, με όρεξη («πήρε ζεστά την υπόθεση»).[ΕΤΥΜΟΛ. < ζέω.ΠΑΡ. αρχ. ζεστότηςνεοελλ.ζεστουλός, ζεστούτσικος.ΣΥΝΘ. αρχ. ζεστολουσίαμσν.- νεοελλ.ζεστοκοπώνεοελλ.ζεστόκαρδος, ζεστότοπος].
Dictionary of Greek. 2013.